Tuesday, November 11, 2008

ΜΑΡΙΑ ΜΑΛΑΚΑΡΕΝΑ ΠΟΥΛΕΤΕ




Η πρώτη μπλογκιακή σαπουνόπερα είναι γεγονός. Μαρία Μαλακαρένα Πουλέτε η διεθνής επιτυχία σε Τρανσυλβανία σε Τρανσαλβανία και το Ρετζίκι τώρα και στον χώρο σας με μόνο ένα ξύσιμο του δεξιού λοβού του αυτιού σας. Μείνετε συντονισμένοι…

Η κουβέρτα περί σωστού και λάθους περί δικαίων και αιδίκων, ειλικρινά με αφήνει παγερά αδιάφορο, καθώς αυτή την στιγμή το σπίτι μπάζει από παντού και στην φτωχή την κάμαρά μου και το μόνο που ζεσταίνει είναι ένα κερί αποτρίχωσης. Είναι ότι μου απέμεινε από την Μαρία. Βλέπετε φεύγοντας, και μην αντέχοντας άλλο την ανέχεια, άφησε πίσω του το δηλωτικό αυτό εργαλείο αποσύνδεσης, από την τριχοφόρο προϊστορικότητα των ανθρώπων, η οποία και μετατρέπεται σε έκδηλη υποδήλωση νοήματος στην περίπτωσή μου. Τι να θελε να πει άραγε για τούτη την τριχοευφυΐα μου , τι να ‘θελε να πιει, τι να ‘θελε ένα πλι στο μπαλκόνι μου. Ήμουν γι αυτήν πρωτόγονος; Ήμουν ένας άξεστος τριχωτός γορίλας; Ήμουν ένα σπρέι αποσυμφωριτικό για την μύτη; Αλλά και πάλι πώς να ήμουν όταν αυτή είναι ή μουν. Το ξέρε, κι εγώ το ήξερα ότι το ξερε. Δεν ήξερα όμως ότι αυτή ήξερε ότι εγώ δεν ήξερα ότι αυτή ήξερε ότι εγώ ξέρω. Δεν το άντεξε κι έφυγα.
Έτσι κατέληξα για ακόμη μια φορά μόνος κι έρημος κι άντε να βολέψεις τώρα τόσα εκατομμύρια τετραγωνικά άμμου, σ’ ένα φτωχικό δυάρι. Και κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στην ζωή μου, καταλήγω στο να εξοργίζομαι με τον φασισμό της αναπαραγωγής που ως κυταρριακή συνείδηση κατευθύνει το ανθρώπινο ων να λειτουργεί ασυνείδητα κι αναίσθητα, αλλά εμένα από πού μου ήρθε η κεραμίδα πραγματικά δεν το πήρα είδηση. Είναι βλέπεται που εγώ έπαψα να βλέπω την Τρέμη και τον Πρετεντέρη στις οχτώ γιατί από μικρός θυμόμουνα αυτό που μου έλεγε η γιαγιά μου, πως «στις εννιά του μακαρίτη άλλον έμπασε στο σπίτι». Και πραγματικά φοβόμουνα πως με την παρατεταμένη διάρκεια των δελτίων ειδήσεων λίγο ήθελε να γίνει το κακό.
Η Μαρία Μαλακαρένα Πουλέτε, αυτό ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό της μιας και ο πατέρας της ήταν Αργεντίνος(Ηλιόπουλος, το πατρικό της μάνας της), ήταν μία κλασάτη δεσποινίς ετών 29 και μόνο. Η αριστοκρατική της καταγωγή εμφανής σε κάθε της κίνηση καθώς η οικογένεια των Πουλέτε, σε καμία περίπτωση δεν ήταν τυχαία στην Αργεντινή, αλλά τροχαία. Κι αυτόν τον αέρα είχε μεταφέρει μαζί της με αποτέλεσμα να υπάρχει μπέρδεμα κάθε που φυσούσε Βαρδάρης, στην κυκλοφορία των ανέμων.
Θυμάμαι την μέρα όπου την προποείδα, είχα βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου . Για αυτό και είχα κατέβει στο περίπτερο να αγοράσω massτύχες κι εκείνη πέρασε από μπροστά μου, αλλά εγώ δεν μπόρεσα να τη δω γιατί κοιτούσα πίσω μου καθώς είχε κολλήσει στο παντελόνι μου μία τσίκλα. Αυτή μου μίλησε πρώτη, δείγμα του αυθορμητισμού της και του αγκοπ λεξάριστου χαρακτήρα που σπάνια συναντάς σε τσίκλες.
«Ε δεν θα με δεις να περνώ μπροστά σου, τζάμπα ανεμίζω τα μαλλιά μου»
Ταράχτηκα που ένα τέτοιο ονειρικό πλάσμα απευθυνόταν σε μένα, αν και εκείνη την στιγμή θα προτιμούσα, να μην είχε χρειαστεί να βγω από το σπίτι για να αγοράσω ακόμη ένα πακέτο τσιγάρα ή και δύο πακέτα τσιγάρο. Αυτό μένει πάντα αδιευκρίνιστο, ενώ η Μαρία δε μένει.